υπενοικίαση

υπενοικίαση
[-ις (-εως)] η юр. поднаём, субаренда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπενοικίαση" в других словарях:

  • υπενοικίαση — η το να υπενοικιάζω (βλ. λ.) κάτι: Απαγορεύεται η υπενοικίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπενοικίαση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπενοικιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. υπενοικίασις, μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • μεταμίσθωση — η 1. η ενοικίαση μισθίου από τον μισθωτή και όχι από τον ιδιοκτήτη, η υπενοικίαση 2. παράταση μίσθωσης, αναμίσθωση από τον ίδιο μισθωτή με βάση έγγραφη προσυμφωνία ή σιωπηρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμισθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Α.… …   Dictionary of Greek

  • υπεκμίσθωση — η, Ν υπενοικίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκμίσθωση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεκμίσθωσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

  • υπομίσθωση — η / ὑπομίσθωσις, ώσεως, ΝΑ η σε άλλο άτομο εκμίσθωση, εν μέρει ή εν όλω, τού μισθίου από τον πρώτο μισθωτή, υπενοικίαση νεοελλ. (νομ.) η μεταβίβαση τής μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο, αλλ. υπεκμίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • υπεκμίσθωση — η η υπενοικίαση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπομίσθωση — η η μίσθωση του μισθωμένου, το νοίκιασμα του νοικιασμένου από τον ενοικιαστή, η υπενοικίαση: Απαγορεύεται η υπομίσθωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»